-
1 ἀέροψ
Grammatical information: m.Meaning: Boeotian name for the bird μέροψ, Sch. Ar. Av. 1354.Also Άέροπες· ἔθνος, Τροιζῆνα κατοικοῦντες. καί ἐν Μακεδονιᾳ γένος τι. καί ὄρνεά τινα. H. ἀεροπός κοχλίας (`snail') H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Cf. bird names like πηνέλοψ, μέροψ, and personal and people's names in - οπ-. Chantr. Mél. Cumont.1936, 125f; Kalléris 1954, 87; Beekes Glotta 73 (1995\/6) 12-34; clearly a substr. element. Chantr. thinks that the α- is long, because of Ant. Lib. 18, 3 ἠέροπος. - Fur. 243, 246, 352 assumes μ\/F and prothesis ἀ-\/ἐ-\/ἠ-: μέροπ- \/ ἀέροπ- \/ εἶροπ- \< *εϜεροπ- \/ ἠέροπ-. (Uncertain; εἰ-, ἠ- sec. lengthenings?) Pre-Greek origin of the bird name, and the people's \/ man's name, is probable (cf. - οπ-). S. μέροψ.See also: Cf. ἠερόφωνος.Page in Frisk: 1,25 ( ἀεροπός)Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀέροψ
См. также в других словарях:
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
απολιθωμένα δάση — Ο όρος αναφέρεται στο οικοσύστημα του παρελθόντος που κάτω από ευνοϊκές συνθήκες απολιθώθηκε, πέτρωσε. Τα α.δ. διεθνώς θεωρούνται ανεπανάληπτα γεωλογικά μνημεία τεράστιας επιστημονικής αξίας, λόγω του μεγάλου πλούτου απολιθωμένης χλωρίδας που… … Dictionary of Greek
πηνειός — Oνομασία 2 ελληνικών ποταμών. 1. Ποταμός της Θεσσαλίας, ο δεύτερος της χώρας σε μήκος (205 χλμ., λεκάνη απορροής 10.704 τ. χλμ.) μετά τον Αλιάκμονα. Σχηματίζεται από διάφορους βραχίονες στα σύνορα με την Ήπειρο και τη Μακεδονία, σημαντικότεροι… … Dictionary of Greek
κελτίδα — (Celtis). Γένος φυτών της οικογένειας των κνιδωδών. Περιλαμβάνει περίπου 50 είδη θάμνων και δέντρων, δασικών και φυλλοβόλων. Στην ελληνική χλωρίδα ανήκουν τα είδη κ. η τουρνεφόρτεια και η κ. ηνότια. Και τα δύο είδη είναι μεγάλα δέντρα· το πρώτο… … Dictionary of Greek
χλαμύδα — Είδος ενδυμασίας των αρχαίων Ελλήνων και ορισμένων ανατολικών λαών. Ήταν κοντύτερο και λεπτότερο από το ιμάτιο ή τη χλαίνη αλλά πολυτελέστερο. Αρχικά το φορούσαν οι ιππείς στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία. Γενικά τη χ. φορούσαν οι έφηβοι, οι… … Dictionary of Greek
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
κλιπεΐδες — (clupeidae). Οικογένεια ψαριών της τάξης των κλιπεοειδών. Έχουν ατρακτοειδές στρογγυλό έως έντονα πιεσμένο πλευρικά σώμα, μήκους μέχρι 75 εκ., καλυμμένο με μεγάλα ασημένια, λεία και λεπτά λέπια, εκτός από την περιοχή του κεφαλιού. Το στόμα τους… … Dictionary of Greek
έλατο — Ονομασία που χαρακτηρίζει αρκετά είδη κωνοφόρων των γενών άμπιες και πικέα (οικογένεια πευκίδες). Τα δύο αυτά γένη είναι διαδεδομένα στις εύκρατες και ψυχρές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής, όπου σχηματίζουν εκτεταμένα δάση … Dictionary of Greek